νεκροβίωση

νεκροβίωση
η
ιατρ. κατάσταση κατά την οποία επέρχεται βραδεία νέκρωση ιστού και κατά την οποία τα νεκρωμένα στοιχεία είναι ανεκτά από τα ζώντα στοιχεία τού περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrobiosis < necro- (< νεκρός) + biosis (< βίωσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεκροβιωτικός — ή, ό σχετικός με την νεκροβίωση («νεκροβιωτική μετατροπή τών ιστών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροβίωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”