- νεκροβίωση
- ηιατρ. κατάσταση κατά την οποία επέρχεται βραδεία νέκρωση ιστού και κατά την οποία τα νεκρωμένα στοιχεία είναι ανεκτά από τα ζώντα στοιχεία τού περιβάλλοντος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrobiosis < necro- (< νεκρός) + biosis (< βίωσις].
Dictionary of Greek. 2013.